ἀναγκάσω

ἀναγκάσω
ἀ̱ναγκάσω , ἀναγκάζω
force
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀναγκάζω
force
aor subj act 1st sg
ἀναγκάζω
force
fut ind act 1st sg
ἀναγκάζω
force
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκπειρώμαι — ἐκπειρῶμαι ( άομαι) (Α) 1. δοκιμάζω, προσπαθώ να αναγκάσω ή να καταφέρω κάποιον να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • κυνηγετώ — κυνηγετῶ, έω και δωρ. τ. κυνογετῶ (Α) [κυνηγέτης] 1. κυνηγώ, θηρεύω («ἀλλ ἀναγκάσω κυνηγετεῑν ἐγὼ τούτους ἅπαντας», Αριστοφ.) 2. μτφ. κατασκοπεύω, ιχνηλατώ, καταδιώκω («πᾱσα δὲ πόλις τῶν διωκόντων καὶ κυνηγετούντων τοὺς ὑποφεύγοντας καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ξεσκουντώ — άω 1. σπρώχνω κάποιον για να τόν αναγκάσω να μετακινηθεί, να αλλάξει θέση 2. κουνώ κάποιον για να ξυπνήσει ή να συνέλθει («ξεσκούντα τον να ξυπνήσει») 3. μτφ. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να αναλάβει ένα έργο ή να εντείνει την προσπάθεια του («αν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”